- επανάκληση
- η (AM ἐπανάκλησις) [επανακαλώ]επαναφορά στην προηγούμενη θέση, αποκατάστασημσν.επαναφορά στις αισθήσειςαρχ.1. πρόκληση, αντίδραση («ποιῶ ἐπανάκλησιν» — προκαλώ επαναφορά, αντίδραση«ψυχροῡ πολλοῡ κατάχυσις θέρμης ἐπανάκλησιν ποιέει», Ιπποκρ.)2. έκκληση για μεταμέλεια3. διπλή εισπνοή.
Dictionary of Greek. 2013.